-
1 усиление
1. (мех., физ.) η ενίσχυση, η ισχυροποίηση, το στερέωματο δυνάμωμα2. (сигнала) η ενίσχυση (του σήματος)вторично-электронное - (элн.) δευτερεύων-ηλεκτρονική -газовое (элн.) - των αερίωνпредварительное - προκαταβολική -, προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усиление